συνετρι|[βόμεθα ] ὠνη̣σάμενοι ἀργύριον κατακεχρήμεθα εἰς τὰ|[ἔργα ]φ.ες, δπως κτλ. Wilcken bei Fitzler, Steinbrüche S. 35 Anm. 3. Fitzler, Steinbrüche S. 35.