| . . (ὰρτάβας) ὴβ, ἐν ὧι κατάγεται ξύλ[α ] | τὸ καθῆκον ναῦλον ὡς τοῦ ρ. [ ] | ῾Ομολογεῖ Δωρίων κτλ. Petr. III Seite XIX zu 64 d. Petr. III 64 d. Pr.