Διοφάνει στρατηγῶι. [π]ερὶ ᾽Ασκληπιάδου. | ∟ χε, ᾽Απελλαίου ιᾱ, Φαρμοῦθι ς | Διοσκουρίδο̣υ̣ ἐ(πιστολὴ) περὶ ᾽Ασκλη|π[ιά]δου τοῦ ἀποστ(αλέντος) ἀδελφού. Petr. III 28 c. Witkowski, Epist. priv.2 11.