πέτραν ο[ὐ δι]ελόμενος [[τἠν πέτραν(?)]] ἡμῖν πρὸς | τούς λοιπούς, τὴν δὲ μαλακὴν τ[οῖς] παῤ αὑτοῦ κτλ. Petr. III 42 C, 3. Fitzler, Steinbrüche S. 30.