| εἰ δὲ ἀντιλέγει πε̣[ρ]ὶ τὴν ἀπόδοσει τοῦ ἀργυρίου, | παράσχου τὴν χῖρ[α]ν (= χειρόγραφον) τῷ κτλ. W., A II 403. Nicole, Add. S. 41: ἀνιδοσει, von 2. Hand verbessert in ἀντιδόσειν. W., A I 554.