κατεξίωσαν (= κατηξίωσαν), εἵνα εἰδῶ δι᾽ αὐ[τ]ά, | καὶ πάλιν, ὴ ὰν ἀπολέσω . . . . . | ἐγὼ κτλ. W., A III 399. vgl. auch W., A III 399.