λῆ[μ]μα | μέχωμε (= μάχομαι), ἀλλὰ μ[ά]χομε διὰ σέ. ᾽Επειδὴ | πράσσις, θέλο σοι πάντοτε κτλ. W., A III 399. W., A III 400.