ἔργον καλὸ (ν) | ποίει, πρῶτον μὲν διὰ τὸν θ (εὸ) ν, δεύ|τερον δι᾽ ἐμέν, διότι χ[[ρ]]ήρα ἐστὶ(ν) | ἡ μήτηρ κτλ. W. briefl., laut Orig. Nicole, Add. S. 39.