∟ α[ ]υ / υα ʃ /̣(ενηπ.[ → (ἄρουρα) α[..].∟ (γίνεται) (ἄρουρα) α ∟ ἐν ᾗ πλ̣ι̣[νθουργεῖον (?), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 71 (1988), S. 129