δεσποτικ(ῶν): möglich ist auch δεσποτικ(οῦ), ᾱχ̄ο̄ς̄ [[ς]] → ᾱχ̄ο̄γ̄γ̄ ′′ und λόγου π̣ρ̣ός → λόγου λοι(πάδων), J. Gascou, Chr.d’Ég. 54 (1979), S. 340.