σέμερον πεπεισμέ(νος) | [τὸ ἐμὸν μέρος] τρίτον οἰκίας ὁλοκλήρου τριστέγου καὶ τῶν ἀναγαίων | [πάντων μετὰ] παντὸς κτλ. Pr. (laut Abbild.). Pr. Wilcken, Hermes 19 (1884) S. 426.