Φίβει | ᾽ιοῦτος ἀπὸ ᾽ιβιωνιτέω(ν) ἀπὸ τιμῆ(ς) κτλ. Crönert, Class. Rev. 1903, 196. Crönert, Stud. Pal. IV S. 106.