προπατούντω(ν) ἐπὶ τῆ(ι) [ἅλω τῶ(ν)] ᾱ (= πρότερον) Τρυχᾶ(τος) | κατὰ κτλ. Crönert, Class. Rev. 1903, 196. Crönert, Class. Rev. 1903, 193.