ἀράντω(ν) καλάμο(υς) Τώλμεω(ς) εἰς τὸ Εὐρυμ(έδοντος) | ἡλιαστήριο(ν) κτλ. Bell briefl.: Τώλμεω(ς) ist sicher, also nicht mit G.-H., P. Oxy. XIV 1631, 9 Anm. S. 20, in Τώμεω(ς) abzuändern. Crönert, Class. Rev. 1903, 193.