τῆς ἐν χόρτῳ ἀνὰ (δραχμὰς) ιϛ γεν[ομένης (δραχμαὶ) σνϛ (B.L. 6, S. 8) → τῆς ἐν χόρτῳ <(ἡμισείας)> ἀνὰ (δραχμὰς) ιϛ γεν[ομένων (δραχμῶν) υιϛ (?), K.A. Worp, Z.P.E. 118 (1997), S. 243.