λογοπράκτορος, l. viell. λόγο(υ) πράκτορος (B.L. 5, S. 8) oder σιτο] | λογοπράκτορος (B.L. 6, S. 8): λογοπράκτορος ,,accounts manager" ist wohl richtig, vgl. P. Oxy. 50. 3564, Anm. zu Z. 4.