᾽Ισδοχ(ὴ) (ἀρτάβαι) ρθ́ κδ δι ει ιϛ → (γίνονται) (πυροῦ) δοχ(ικῷ) (ἀρτάβαι) π́ ρθ́ κδ́ (γ̣ί̣ν̣ο̣ν̣τ̣α̣ι̣) σ́ιγ̣ (γίνονται) σι̣γ̣, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 71 (1988), S. 127.