διπτ.( ) | ᾽Αμ[μ]ώ̣νιο(ς) ῾Ερμία → Διον̣ύ̣(σιος) | ᾽Αμ[μ]ω̣νίο(υ) ἔγ̣ρα̣ψ̣α̣, P. Heid. 4. S. 289.