δ(ιὰ) πι(ττακίου) [ ̣ ̣ ̣] ̣ σὺν θ̣(εῷ) ζ̣υγο̣(στάτου) → δ(ιὰ) πι(ττακίου) [τῶ]ν̣ ζ̣υγω̣(στατῶν) (l. ζυγο-) (nach dem Photo), N. Gonis, Z.P.E. 143 (2003), S. 151.