δι᾽ ᾽Αξίου | μου μονωγρ(άφου) → διἀ Ζω|[σί]μου νομωγρ(άφου) (l. νομο-), τοῦ Στοτοή|τιος, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 61 (1985), S. 89.