Π[ακῦ]σις (ἐτῶν) ν. . [προσ]|εφώνησ(ε) → Πακῦσις (ἐτῶν) νϛ̣ ἄση(μος) | εἰκονίσθ(η), τοῦ Στοτοή|τιος, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 61 (1985), S. 89.