Στοτό[ητις] τοῦ ᾽Εριέως ὡς (ἐτῶν) κε ἄσημος → Στοτο[ῆτις] Στοτοήτεως ὡς (ἐτῶν) κε απη[.]σ̣ε̣ω̣ς̣ (oder αντ[.]σ̣ε̣ω̣ς̣), C.P.R. 6, S. 110.