[πρ(οσδιαγραφομένων) (δραχμῶν) α (ὀβολὸν) (ἡμιωβέλιον) σ(υμβολικοῦ) (τριώβολον)] ῾Ερμοῦ (B.L. 3, S. 239) → [πρ(οσδιαγραφόμενα)] (δραχμὴν) α (ἡμιωβέλιον) ῾Ερμοῦ, P.J. Sijpesteijn, B.A.S.P. 30 (1993), S. 62.