πε̣ν̣τα|[φυλίας ].. ὑπὲρ εἰσκριτικοῦ → πενταφ̣υ̣λ̣(ίας) | [ἀρχιερ]έω̣ς̣ λ̣ό̣γ̣ου ἰσκριτικοῦ (l. εἰσ-), P.J. Sijpesteijn, B.A.S.P. 30 (1993), S. 62.