κτῆμα | κολοκύνθ(ων) ἡ̣μ̣(ερῶν) ἡ̣μ̣(ερῶν) (πέντε) → κτῆμα | Κολοκύνθ(ων) πή(χ)εω(ν) ε, P.J. Sijpesteijn, Chr.d’Ég. 55 (1980), S. 207.