→ κόπ(τοντες) χό <ρ> τον ἐν κτή(ματι) (πρότερον) τῶν τοῦ Σφηκᾶ (ἀρουρῶν) ι διὰ τῶν παι(δίων) (δραχμαὶ) (ἑκατὸν εἴκοσι), P.J. Sijpesteijn, Chr.d’Ég. 55 (1980), S. 207.