ἐξ σ̣υμφ[ώνο]υ̣ α̣[ὐτοὶ ὑ]πηγόρευσαν → ἐξυ̣μ̣φ̣[ώνου (l. ἐκ συμφώνου) ὑ]π̣η̣γόρευσαν, vgl. D. Hagedorn, Z.P.E. 117 (1997), S. 183 (nach dem Photo).