μετεπ( ) Σαρ[α]πιάδι τῇ κ(αὶ) Χενεωτε( ) → μεταπ(αρά-θετε) Σαρα̣πιάδι τῇ κ(αὶ) Χενεμγε(ῖ), G. Messeri - R. Pintaudi, Z.P.E. 129 (2000), S. 268 (am Original).