→ καὶ Σατύρ[ου] Σ̣α̣τύρου γενομ(ένου) μαχαιροφ(όρου) ὁ̣[μ(οίως)] ῾Ε̣[ρμου]θ(ιακῆς) καί, P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 72 (1988), S. 71, Anm. 12.