Πασκὼ ἀφ’οὗ ἔχεις μετρ[ου]μ̣(ένου) | [σί]τ̣ου ἐπὶ τῆς πόλεως. | [δὸς̣ → Πασκώ. ἀφ’οὗ ἔχεις μετρ[ου]μ̣(ένου) | [σί]τ̣ου ἐπὶ τῆς πόλεως | [δὸς̣, Th. Kruse, Archiv 56 (2010), S. 181.