L. σπείρεσθαι εἰς τ[ὸ] ε͂ καὶ λ̄ (ἔτος) [ὡς] πᾶσα σπαρῆι, weiter ἐπιστατείαι ν[εανίσκοι]; vgl. Archiv 8, 68; P. Freib. 3 S. 103.