L. Λέων εἰσμε(μέτρημαι) ε̣ἰ̣ς̣ θ̣η̣(σαυρὸν) τοῦ αὐτοῦ (ἔτους) κά(τω) <<παρ᾽>> ᾽Αραύ(σιος) Βίκιος.