Πόλλωνος. Ψά̣[ις τι]ς (B.L. 11, S. 99) ἀπὸ τῆς αὐ|τῆς Μωθειτῶν πόλεως, [ἄν]θρωπος → Πόλλωνος Ψά̣[ιτο]ς, ἀπὸ τῆς αὐ|τῆς Μωθειτῶν πόλεως. [ἄν]θρωπος, N. Gonis, Z.P.E. 143 (2003), S. 160.