..δυνευσαι ἐν τ̣ῶι [---] |τραχη.. → κ̣ι̣ν̣δυνεῦσαι `ἐν´ τῶι [σῶι] | τραχήλ̣ω̣ι̣ T. Ihnken, Z.P.E. 31 (1978), S. 101.