ἀβᾷ Πέτρου | ἐπισκώπῳ δωθίσας [τʱ͂ν ὰπὸ] | ᾽Ηλῖσε ιβ, ἀρ(τάβας) δώτεκ(α). | Φαμ(ενὼ)θ κτλ. Plaumann, brfl. (laut Orig.). W., A III 311.