θειοτάτου κα]ὶ [εὐσ]εβεστάτου (ἔτους) β̄ Παρ(μοῦθι) | [μηνὸς → αἰωνίου] Αὐγούστου (καὶ) Αὐτοκρ(άτορος) | [ἔτους, P.J. Sijpesteijn, K.A. Worp, Z.P.E. 26 (1977), S. 278-279 (nach einem Photo).