ⳁ̶ ὁ̣[μολο]γ̣ί(α) . . . Ἰσάκ → χι(ρόγραφον) (l. χειρό-γραφον) Π̣[οῦσι] . . . Ἰσάκ (am Original), P. Har­rauer 54, Anm. zu Z. 20.