π̣α̣ρ̣᾽ ᾽Αγωρου..χ̣ιου διαστολ(έως) → Εὐλόγ(ιος) ῾Ωρουωγχίου διαστολ(εύς), K.A. Worp und H. Harrauer (am Original), briefl.