ἀνυπερθ̣[έτως <ὡς>] π̣ρ̣ό̣κ̣ε̣ι̣(ται) | [οὔσης: viell. ἀνυπερθ̣[έτω]ς̣ γ̣ι̣ν̣[ο]|[μένης, P. Wash.Univ. 2, S. 242.