ἀπέ̣χειν. ἔγραψ̣(εν) ὑ̣πὲρ αὐτῆς Ὀρσενο(ῦφις) → ἀπε[σ]χηκέναι ὑ̣πὲρ αὐτῆς Ὀρσενο(ῦφιν), Th. Kruse, Arciv 56 (2010), S. 179.
Weitere identifier und Links: TM 13572 = p.worp;;18 = HGV 13572
ἀπέ̣χειν. ἔγραψ̣(εν) ὑ̣πὲρ αὐτῆς Ὀρσενο(ῦφις) → ἀπε[σ]χηκέναι ὑ̣πὲρ αὐτῆς Ὀρσενο(ῦφιν), Th. Kruse, Arciv 56 (2010), S. 179.