Αὐρηλίῳ Ἁ̣ρ̣π̣[οκρατίωνι στρ(ατηγῷ) Ὀξυ]ρ̣υνχ(ίτου) | παρὰ Αὐρηλ̣ί̣ο̣[υ . .] . [.]α̣ . ι̣ω̣νος → Αὐρηλίῳ