]ἐκκέδ{. }ασ̣ον → viell. [περἰ τὸν ἐποίκιον] ῾Εκκεδέκατον (l. ῾Εκκαιδέκατον) (nach dem Photo), P. Pruneti, Aeg. 61 (1981), S. 120.