(Einschub) μ ἀν(ὰ) (ἀρούρας) σν | ὧν ἡ μέτρησις κτλ. Sodann: πλινθείωι, γ(ίνονται) χώματα ις | ἀνὰ σχοι(νία) κτλ. B. Keil, BCH. 32 (1908) S. 1892.