Viell. κα(τέβαλεν) (εἰς) θησαυ(ρὸν) Μῶρος Διοδότο(υ) κλη(ρονόμος), R.S. Bagnall, P.J. Sijpesteijn, B.A.S.P. 8 (1971), S. 104.