Τὸ ὑπό(λοιπον) χρυσίον, δπερ ἔλαβες, | παρακομείσε (= παρακομίσαι), εἰ παρέδωκ[α]ς, | φανερώτερον διασάφησ[ο]ν. W., A III 564. zustimmend Mitteis, briefl. (laut Orig.).