| (1. H.) εἴασαι (=εἴασε) ἐμοὶ ὥστε δ[ι]ακομισθὲν παραδοθῆναι τῷ α[ὐ]τῷ ᾽Αμ[μ]/(2. H.) ἀνα/ωνᾷ διαδοθησόμενον τοῖς δεδωκ̣ό̣σι. ᾽Αλλ᾽ ἔκ | [τινος πο]νηροῦ δα̣ί̣[μ]ο̣νος (2. H.) ἐσυλήθην/[σε]συλῆσθαι τ[ο]ύ̣τ̣ου <τοῦ> ὑπολειφθέντος παρ᾽ (2. H.) με̣θ̣᾽ ὧν εἶχ̣ο̣ν̣ σκευῶν/ἐμοὶ χρυσίου ὡς καὶ μεμαρτυρήκασιν | κτλ. W., A III 563. zustimmend Mitteis, briefl. (laut Orig.). W., A IV 188. W., A IV 188.