(2. H.) παραγενόμενος/καὶ τὸν ὑποδέκτ̣ην κ [ατ] α |[π]ρὸς [τὸ]ν προειρημ(ένον) κτλ. | . . . ων τὴν καταβολ[ὴ]ν ἐπ᾽ αὐτὸν ποιεῖσθαι ἔσπευ̣δ̣ο̣ν. ῾Ο δὲ τῆς θείας κτλ. W., A III 563. zustimmend Mitteis, briefl. (laut Orig.).