παρανγελί̣α̣ν | δο̣ῦν̣α̣ι [παρὰ τῆς] → παρανγελῆνα[ι] | δι᾽ ὑ̣π̣η̣ρ̣[έτ]ο̣υ̣ [τῆς], P. Heid. 4, S. 185.