L. ἐν τόπω̣ Δίφρου λε̣γο̣(μένω̣) κ̣α̣θ̣᾽ ὔ |16 bzw· 17 δατο(ς) υ( ) (kaum ὡ̣ς̣, Jouguet; eher ὑ(πὲρ) oder ὑ(πὸ)) γενομένας].