Δι( ) ᾽Αρρη( ) ῾Ιερακ( ) βοηθ( ) → δι(ὰ) Αὐρη(λίου) ᾽Ιέρακ̣(ος) βοηθ(οῦ), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 80 (1990), S. 220(nach dem Photo).